- χρωσίμετρο
- το, Ντεχνολ. συσκευή για την εκτίμηση ή τη σύγκριση, βάσει ενός πρότυπου δείγματος, τού χρώματος ενός υγρού ή μιας χρωματισμένη επιφάνειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώση / -ις + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χρωσίμετρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ο. Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.